- αναθαρρεύω
- αναθαρρεύω, αναθάρρεψα, αναθαρρεμένος βλ. πίν. 17
και πρβλ. αναθαρρώ
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αναθαρρεύω — και αναθαρρώ θάρρεψα, θαρρεμένος, ξαναπαίρνω θάρρος: Αναθαρρέψαμε κάπως από τη στιγμή που μας επισκέφθηκαν οι αντιπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναθαρρεύω — αποκτώ ή ανακτώ θάρρος, ενθαρρύνομαι, εμψυχώνομαι «σέ θωρώ κι αναθαρρεύω και τα χέρια μου χτυπώ» (Ιω. Πολέμης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θαρρεύω] … Dictionary of Greek
ξεψαρώνω — (ιδιωμ.) 1. παίρνω θάρρος, αναθαρρεύω 2. αποθρασύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ψαρώνω (< ψάρι] … Dictionary of Greek
αναθαρρώ — αναθαρρώ, αναθάρρησα, αναθαρρημένος βλ. πίν. 73 και πρβλ. αναθαρρεύω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανάθαρρος — η, ο ο αναθαρρεμένος (βλ. αναθαρρεύω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)